- συνεκδημία
- ἡ, Α [συνέκδημος]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεκδημῶ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκδημία — συνεκδημίᾱ , συνεκδημία being fem nom/voc/acc dual συνεκδημίᾱ , συνεκδημία being fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδημητικός — ή, όν, Α [συνεκδημῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνέκδημο ή στην συνεκδημία* 2. αυτός που έχει διάθεση ή έφεση για συνεκδημία* 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Συνεκδημητικός ονομασία έργου τού Ίωνος … Dictionary of Greek